ακαρπία

ακαρπία
η και ακαρπιά, η έλλειψη καρπών, αφορία: Τέτοια ακαρπία δεν τη θυμούνταν κι οι γεροντότεροι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀκαρπία — ἀκαρπίᾱ , ἀκαρπία unfruitfulness fem nom/voc/acc dual ἀκαρπίᾱ , ἀκαρπία unfruitfulness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρπίᾳ — ἀκαρπίαι , ἀκαρπία unfruitfulness fem nom/voc pl ἀκαρπίᾱͅ , ἀκαρπία unfruitfulness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαρπία — και ακαρπιά, η (Α ἀκαρπία) [ἄκαρπος] έλλειψη καρπών, αφορία αρχ. έλλειψη παιδιών, ατεκνία …   Dictionary of Greek

  • ἀκαρπίας — ἀκαρπίᾱς , ἀκαρπία unfruitfulness fem acc pl ἀκαρπίᾱς , ἀκαρπία unfruitfulness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρπίαι — ἀκαρπία unfruitfulness fem nom/voc pl ἀκαρπίᾱͅ , ἀκαρπία unfruitfulness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρπίαν — ἀκαρπίᾱν , ἀκαρπία unfruitfulness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρπίαις — ἀκαρπία unfruitfulness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρπίη — ἀκαρπία unfruitfulness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαρπος — η, ο (Α ἄκαρπος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος «άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι» 2. ο άτεκνος, ο στείρος «άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c) 3. ανώφελος, άσκοπος «άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7,… …   Dictionary of Greek

  • άτεκνος — η, ο (AM ἄτεκνος, ον) [τέκνον] αυτός που δεν έχει αποκτήσει παιδιά νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το άτεκνο 1. στειρωτικό βότανο 2. στειρωτικό φάρμακο αρχ. 1. ανίκανος να τεκνοποιήσει, στείρος 2. ενεργ. αυτός που προκαλεί ατεκνία ή ακαρπία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”